ολιγοσέλιδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαολιγοσέλιδος, -η, -ο
- που περιέχει ή εκτείνεται σε λίγες σελίδες, λιγοσέλιδος
- ⮡ ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο, μια ολιγοσέλιδη επιστημονική ανακοίνωση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ολιγοσέλιδος
|