↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολάσπρος η ολάσπρη το ολάσπρο
      γενική του ολάσπρου της ολάσπρης του ολάσπρου
    αιτιατική τον ολάσπρο την ολάσπρη το ολάσπρο
     κλητική ολάσπρε ολάσπρη ολάσπρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολάσπροι οι ολάσπρες τα ολάσπρα
      γενική των ολάσπρων των ολάσπρων των ολάσπρων
    αιτιατική τους ολάσπρους τις ολάσπρες τα ολάσπρα
     κλητική ολάσπροι ολάσπρες ολάσπρα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολάσπρος < όλ(ος) άσπρος

  Επίθετο

επεξεργασία

ολάσπρος (& ολόασπρος)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία