Δείτε επίσης: ὀκτώηχος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οκτώηχος οι οκτώηχοι
      γενική της οκτωήχου των οκτωήχων
    αιτιατική την οκτώηχο τις οκτωήχους
     κλητική οκτώηχε οκτώηχοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οκτώηχος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὀκτώηχος / ὀκτάηχος < ὀκτώ + ἦχος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈkto.i.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐κτώ‐η‐χος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οκτώηχος θηλυκό

  1. (βυζαντινή μουσική) → δείτε τη λέξη ὀκτάηχος
  2. (θρησκεία) οκτωηχία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

οκτώηχος, -ος, -ον

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία