↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οκτάφωνος η οκτάφωνη το οκτάφωνο
      γενική του οκτάφωνου της οκτάφωνης του οκτάφωνου
    αιτιατική τον οκτάφωνο την οκτάφωνη το οκτάφωνο
     κλητική οκτάφωνε οκτάφωνη οκτάφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οκτάφωνοι οι οκτάφωνες τα οκτάφωνα
      γενική των οκτάφωνων των οκτάφωνων των οκτάφωνων
    αιτιατική τους οκτάφωνους τις οκτάφωνες τα οκτάφωνα
     κλητική οκτάφωνοι οκτάφωνες οκτάφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οκτάφωνος < οκτά- + -φωνος

  Επίθετο

επεξεργασία

οκτάφωνος, -η, -ο

  1. που αποτελείται από οχτώ φωνές
  2. που αποτελείται από οχτώ φθόγγους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία