οιωνισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οιωνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οιωνίζομαι
Μετοχή επεξεργασία
οιωνισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη οιωνίζομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
οιωνισμένος
|
οιωνισμένος, -η, -ο
|