Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οιωνισμένος η οιωνισμένη το οιωνισμένο
      γενική του οιωνισμένου της οιωνισμένης του οιωνισμένου
    αιτιατική τον οιωνισμένο την οιωνισμένη το οιωνισμένο
     κλητική οιωνισμένε οιωνισμένη οιωνισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οιωνισμένοι οι οιωνισμένες τα οιωνισμένα
      γενική των οιωνισμένων των οιωνισμένων των οιωνισμένων
    αιτιατική τους οιωνισμένους τις οιωνισμένες τα οιωνισμένα
     κλητική οιωνισμένοι οιωνισμένες οιωνισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οιωνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οιωνίζομαι

  Μετοχή επεξεργασία

οιωνισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία