Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οισοφάγειος η οισοφάγεια το οισοφάγειο
      γενική του οισοφάγειου της οισοφάγειας του οισοφάγειου
    αιτιατική τον οισοφάγειο την οισοφάγεια το οισοφάγειο
     κλητική οισοφάγειε οισοφάγεια οισοφάγειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οισοφάγειοι οι οισοφάγειες τα οισοφάγεια
      γενική των οισοφάγειων των οισοφάγειων των οισοφάγειων
    αιτιατική τους οισοφάγειους τις οισοφάγειες τα οισοφάγεια
     κλητική οισοφάγειοι οισοφάγειες οισοφάγεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οισοφάγειος < οισοφάγος + -ειος

  Επίθετο επεξεργασία

οισοφάγειος, -α, -ο

  • που έχει σχέση με τον οισοφάγο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία