οισοφάγειος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
οισοφάγειος, -α, -ο
- που έχει σχέση με τον οισοφάγο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- διοισοφάγειος
- → δείτε τις λέξεις οισοφάγος, φέρνω και τρώω
Μεταφράσεις επεξεργασία
οισοφάγειος
|