οικοτοξικολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- οικοτοξικολόγος < οικοτοξικολογία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ecotoxicologist)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οικοτοξικολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οικοτοξικολόγος