οικήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οικήσιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαοικήσιμος, -η, -ο
- κατάλληλος για κατοικία, που μπορεί να κατοικηθεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οικήσιμος
→ δείτε τη λέξη κατοικήσιμος |