Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οδυρμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οδυρμέν
ος
η
οδυρμέν
η
το
οδυρμέν
ο
γενική
του
οδυρμέν
ου
της
οδυρμέν
ης
του
οδυρμέν
ου
αιτιατική
τον
οδυρμέν
ο
την
οδυρμέν
η
το
οδυρμέν
ο
κλητική
οδυρμέν
ε
οδυρμέν
η
οδυρμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οδυρμέν
οι
οι
οδυρμέν
ες
τα
οδυρμέν
α
γενική
των
οδυρμέν
ων
των
οδυρμέν
ων
των
οδυρμέν
ων
αιτιατική
τους
οδυρμέν
ους
τις
οδυρμέν
ες
τα
οδυρμέν
α
κλητική
οδυρμέν
οι
οδυρμέν
ες
οδυρμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οδυρμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
οδύρομαι
Μετοχή
επεξεργασία
οδυρμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
οδύρομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οδυρμένος