Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξώφτερνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξώφτερν
ος
η
ξώφτερν
η
το
ξώφτερν
ο
γενική
του
ξώφτερν
ου
της
ξώφτερν
ης
του
ξώφτερν
ου
αιτιατική
τον
ξώφτερν
ο
την
ξώφτερν
η
το
ξώφτερν
ο
κλητική
ξώφτερν
ε
ξώφτερν
η
ξώφτερν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξώφτερν
οι
οι
ξώφτερν
ες
τα
ξώφτερν
α
γενική
των
ξώφτερν
ων
των
ξώφτερν
ων
των
ξώφτερν
ων
αιτιατική
τους
ξώφτερν
ους
τις
ξώφτερν
ες
τα
ξώφτερν
α
κλητική
ξώφτερν
οι
ξώφτερν
ες
ξώφτερν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξώφτερνος
<
εξώφτερνος
<
έξω
+
φτέρνα
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
ξώφτερνος, -η, -ο
(
υπόδηση
) που δεν
καλύπτει
τη
φτέρνα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
εξώφτερνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξώφτερνος