↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξυνόδεντρο τα ξυνόδεντρα
      γενική του ξυνόδεντρου των ξυνόδεντρων
    αιτιατική το ξυνόδεντρο τα ξυνόδεντρα
     κλητική ξυνόδεντρο ξυνόδεντρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξυνόδεντρο < ξυν(ός) + -ό- + δέντρο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ksiˈno.ðen.dɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξυ‐νό‐δε‐ντρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξυνόδεντρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία