ξυνόδεντρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksiˈno.ðen.dɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυ‐νό‐δε‐ντρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξυνόδεντρο ουδέτερο
- (φυτό) δέντρο της οικογένειας των εσπεριδοειδών
- ※ Ἔφτανα μὲ τὸ ἀπόβροχο, ποὺ ὁ ἀέρας ἤτανε μπουχτισμένος ἀπὸ τὶς μυρουδιὲς τοῦ κάμπου. Γιατὶ ὄχι μονάχα οἱ μουσμουλιὲς δένανε τὸ λουλούδισμά τους, μὰ καὶ τὰ ξυνόδεντρα μπουμπουκιάζανε, τὰ δίφορα: νεραντζιές, πορτοκαλιές, καὶ πιὸ πολὺ τὰ κιτρολέϊμονα στὴ δεύτερή τους καρποφορία. (Στέφανος Δάφνης, Σαγκουίνια, Νέα Εστία, τόμος 21, τεύχος 246, 15 Μαρτίου 1937. σελ. 442)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξυνόδεντρο
→ δείτε τη λέξη εσπεριδοειδή |