κιτρολέιμονο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.tɾoˈlei̯.mo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐τρο‐λέι‐μο‐νο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακιτρολέιμονο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του κιτρολέμονο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κιτρολέιμονο
|