Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξυλισμένος η ξυλισμένη το ξυλισμένο
      γενική του ξυλισμένου της ξυλισμένης του ξυλισμένου
    αιτιατική τον ξυλισμένο την ξυλισμένη το ξυλισμένο
     κλητική ξυλισμένε ξυλισμένη ξυλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξυλισμένοι οι ξυλισμένες τα ξυλισμένα
      γενική των ξυλισμένων των ξυλισμένων των ξυλισμένων
    αιτιατική τους ξυλισμένους τις ξυλισμένες τα ξυλισμένα
     κλητική ξυλισμένοι ξυλισμένες ξυλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξυλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξυλίζω

  Μετοχή επεξεργασία

ξυλισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία