Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξηροκαλλιέργεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ξηροκαλλιέργει
α
οι
ξηροκαλλιέργει
ες
γενική
της
ξηροκαλλιέργει
ας
των
ξηροκαλλιεργει
ών
αιτιατική
την
ξηροκαλλιέργει
α
τις
ξηροκαλλιέργει
ες
κλητική
ξηροκαλλιέργει
α
ξηροκαλλιέργει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξηροκαλλιέργεια
<
ξηρός
+
-ο-
+
καλλιέργεια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξηροκαλλιέργεια
θηλυκό
το
είδος
της
καλλιέργειας
σε εδάφη που είναι
ξερικά
και
άνυδρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξηροκαλλιέργεια
αγγλικά
:
dry
farming
(en)
,
dryland
farming
(en)
ιταλικά
:
aridocoltura
(it)