↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξηγημένος η ξηγημένη το ξηγημένο
      γενική του ξηγημένου της ξηγημένης του ξηγημένου
    αιτιατική τον ξηγημένο την ξηγημένη το ξηγημένο
     κλητική ξηγημένε ξηγημένη ξηγημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξηγημένοι οι ξηγημένες τα ξηγημένα
      γενική των ξηγημένων των ξηγημένων των ξηγημένων
    αιτιατική τους ξηγημένους τις ξηγημένες τα ξηγημένα
     κλητική ξηγημένοι ξηγημένες ξηγημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξηγημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξηγώ

ξηγημένος, -η, -ο

  • → δείτε τη λέξη ξηγώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία