Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξηγημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξηγημέν
ος
η
ξηγημέν
η
το
ξηγημέν
ο
γενική
του
ξηγημέν
ου
της
ξηγημέν
ης
του
ξηγημέν
ου
αιτιατική
τον
ξηγημέν
ο
την
ξηγημέν
η
το
ξηγημέν
ο
κλητική
ξηγημέν
ε
ξηγημέν
η
ξηγημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξηγημέν
οι
οι
ξηγημέν
ες
τα
ξηγημέν
α
γενική
των
ξηγημέν
ων
των
ξηγημέν
ων
των
ξηγημέν
ων
αιτιατική
τους
ξηγημέν
ους
τις
ξηγημέν
ες
τα
ξηγημέν
α
κλητική
ξηγημέν
οι
ξηγημέν
ες
ξηγημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξηγημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ξηγώ
Μετοχή
επεξεργασία
ξηγημένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ξηγώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξηγημένος