Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεσφιγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξεσφιγμέν
ος
η
ξεσφιγμέν
η
το
ξεσφιγμέν
ο
γενική
του
ξεσφιγμέν
ου
της
ξεσφιγμέν
ης
του
ξεσφιγμέν
ου
αιτιατική
τον
ξεσφιγμέν
ο
την
ξεσφιγμέν
η
το
ξεσφιγμέν
ο
κλητική
ξεσφιγμέν
ε
ξεσφιγμέν
η
ξεσφιγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξεσφιγμέν
οι
οι
ξεσφιγμέν
ες
τα
ξεσφιγμέν
α
γενική
των
ξεσφιγμέν
ων
των
ξεσφιγμέν
ων
των
ξεσφιγμέν
ων
αιτιατική
τους
ξεσφιγμέν
ους
τις
ξεσφιγμέν
ες
τα
ξεσφιγμέν
α
κλητική
ξεσφιγμέν
οι
ξεσφιγμέν
ες
ξεσφιγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεσφιγμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ξεσφίγγω
Μετοχή
επεξεργασία
ξεσφιγμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ξεσφίγγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεσφιγμένος