↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεσφιγμένος η ξεσφιγμένη το ξεσφιγμένο
      γενική του ξεσφιγμένου της ξεσφιγμένης του ξεσφιγμένου
    αιτιατική τον ξεσφιγμένο την ξεσφιγμένη το ξεσφιγμένο
     κλητική ξεσφιγμένε ξεσφιγμένη ξεσφιγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεσφιγμένοι οι ξεσφιγμένες τα ξεσφιγμένα
      γενική των ξεσφιγμένων των ξεσφιγμένων των ξεσφιγμένων
    αιτιατική τους ξεσφιγμένους τις ξεσφιγμένες τα ξεσφιγμένα
     κλητική ξεσφιγμένοι ξεσφιγμένες ξεσφιγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεσφιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεσφίγγω

ξεσφιγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία