Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεστούπωμα τα ξεστουπώματα
      γενική του ξεστουπώματος των ξεστουπωμάτων
    αιτιατική το ξεστούπωμα τα ξεστουπώματα
     κλητική ξεστούπωμα ξεστουπώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεστούπωμα < ξεστουπώνω + -μα < ξε- + στουπώνω < στουπί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεστούπωμα ουδέτερο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία