Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεροκοκκινισμένος η ξεροκοκκινισμένη το ξεροκοκκινισμένο
      γενική του ξεροκοκκινισμένου της ξεροκοκκινισμένης του ξεροκοκκινισμένου
    αιτιατική τον ξεροκοκκινισμένο την ξεροκοκκινισμένη το ξεροκοκκινισμένο
     κλητική ξεροκοκκινισμένε ξεροκοκκινισμένη ξεροκοκκινισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεροκοκκινισμένοι οι ξεροκοκκινισμένες τα ξεροκοκκινισμένα
      γενική των ξεροκοκκινισμένων των ξεροκοκκινισμένων των ξεροκοκκινισμένων
    αιτιατική τους ξεροκοκκινισμένους τις ξεροκοκκινισμένες τα ξεροκοκκινισμένα
     κλητική ξεροκοκκινισμένοι ξεροκοκκινισμένες ξεροκοκκινισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεροκοκκινισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεροκοκκινίζω

  Μετοχή επεξεργασία

ξεροκοκκινισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία