ξεροκοκκινισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεροκοκκινισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεροκοκκινίζω
Μετοχή επεξεργασία
ξεροκοκκινισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξεροκοκκινίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεροκοκκινισμένος
|