ξενοδουλεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξενοδουλεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξενοδουλεύω
Μετοχή
επεξεργασίαξενοδουλεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξενοδουλεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξενοδουλεμένος
|
ξενοδουλεμένος, -η, -ο
|