Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεμαυλισμένος η ξεμαυλισμένη το ξεμαυλισμένο
      γενική του ξεμαυλισμένου της ξεμαυλισμένης του ξεμαυλισμένου
    αιτιατική τον ξεμαυλισμένο την ξεμαυλισμένη το ξεμαυλισμένο
     κλητική ξεμαυλισμένε ξεμαυλισμένη ξεμαυλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεμαυλισμένοι οι ξεμαυλισμένες τα ξεμαυλισμένα
      γενική των ξεμαυλισμένων των ξεμαυλισμένων των ξεμαυλισμένων
    αιτιατική τους ξεμαυλισμένους τις ξεμαυλισμένες τα ξεμαυλισμένα
     κλητική ξεμαυλισμένοι ξεμαυλισμένες ξεμαυλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεμαυλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεμαυλίζω

  Μετοχή επεξεργασία

ξεμαυλισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία