ξεθολώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεθολώνω, παθ. μτχ.: ξεθολωμένος
- (μεταβατικό) ξεκαθαρίζω, κάνω κάτι διαυγές
- (αμετάβατο) αποκτώ πάλι τη διαύγειά μου
- το νερό ξεθόλωσε
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) αποκτώ πάλι την πνευματική μου διαύγεια μου
- πιες έναν καφέ να ξεθολώσεις
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεθολώνω | ξεθόλωνα | θα ξεθολώνω | να ξεθολώνω | ξεθολώνοντας | |
β' ενικ. | ξεθολώνεις | ξεθόλωνες | θα ξεθολώνεις | να ξεθολώνεις | ξεθόλωνε | |
γ' ενικ. | ξεθολώνει | ξεθόλωνε | θα ξεθολώνει | να ξεθολώνει | ||
α' πληθ. | ξεθολώνουμε | ξεθολώναμε | θα ξεθολώνουμε | να ξεθολώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεθολώνετε | ξεθολώνατε | θα ξεθολώνετε | να ξεθολώνετε | ξεθολώνετε | |
γ' πληθ. | ξεθολώνουν(ε) | ξεθόλωναν ξεθολώναν(ε) |
θα ξεθολώνουν(ε) | να ξεθολώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεθόλωσα | θα ξεθολώσω | να ξεθολώσω | ξεθολώσει | ||
β' ενικ. | ξεθόλωσες | θα ξεθολώσεις | να ξεθολώσεις | ξεθόλωσε | ||
γ' ενικ. | ξεθόλωσε | θα ξεθολώσει | να ξεθολώσει | |||
α' πληθ. | ξεθολώσαμε | θα ξεθολώσουμε | να ξεθολώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεθολώσατε | θα ξεθολώσετε | να ξεθολώσετε | ξεθολώστε | ||
γ' πληθ. | ξεθόλωσαν ξεθολώσαν(ε) |
θα ξεθολώσουν(ε) | να ξεθολώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεθολώσει | είχα ξεθολώσει | θα έχω ξεθολώσει | να έχω ξεθολώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεθολώσει | είχες ξεθολώσει | θα έχεις ξεθολώσει | να έχεις ξεθολώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεθολώσει | είχε ξεθολώσει | θα έχει ξεθολώσει | να έχει ξεθολώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεθολώσει | είχαμε ξεθολώσει | θα έχουμε ξεθολώσει | να έχουμε ξεθολώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεθολώσει | είχατε ξεθολώσει | θα έχετε ξεθολώσει | να έχετε ξεθολώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεθολώσει | είχαν ξεθολώσει | θα έχουν ξεθολώσει | να έχουν ξεθολώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεθολωμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεθολωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεθολωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεθολωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεθολωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεθολωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεθολωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεθολωμένοι |