Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεθολώνω < ξε- + θολώνω < θολός + -ώνω

ξεθολώνω, παθ. μτχ.: ξεθολωμένος

  1. (μεταβατικό) ξεκαθαρίζω, κάνω κάτι διαυγές
  2. (αμετάβατο) αποκτώ πάλι τη διαύγειά μου
    το νερό ξεθόλωσε
  3. (αμετάβατο) (μεταφορικά) αποκτώ πάλι την πνευματική μου διαύγεια μου
    πιες έναν καφέ να ξεθολώσεις

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία