ξεθαμπώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεθαμπώνω < ξε- + θαμπώνω < μεσαιωνική ελληνική θαμπώνω < (ελληνιστική κοινή) θαμβόω/θαμβῶ < αρχαία ελληνική θαμβέω/θαμβῶ
Ρήμα
επεξεργασίαξεθαμπώνω
- ξεκαθαρίζω, κάνω κάτι διαυγές
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεθαμπώνω | ξεθάμπωνα | θα ξεθαμπώνω | να ξεθαμπώνω | ξεθαμπώνοντας | |
β' ενικ. | ξεθαμπώνεις | ξεθάμπωνες | θα ξεθαμπώνεις | να ξεθαμπώνεις | ξεθάμπωνε | |
γ' ενικ. | ξεθαμπώνει | ξεθάμπωνε | θα ξεθαμπώνει | να ξεθαμπώνει | ||
α' πληθ. | ξεθαμπώνουμε | ξεθαμπώναμε | θα ξεθαμπώνουμε | να ξεθαμπώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεθαμπώνετε | ξεθαμπώνατε | θα ξεθαμπώνετε | να ξεθαμπώνετε | ξεθαμπώνετε | |
γ' πληθ. | ξεθαμπώνουν(ε) | ξεθάμπωναν ξεθαμπώναν(ε) |
θα ξεθαμπώνουν(ε) | να ξεθαμπώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεθάμπωσα | θα ξεθαμπώσω | να ξεθαμπώσω | ξεθαμπώσει | ||
β' ενικ. | ξεθάμπωσες | θα ξεθαμπώσεις | να ξεθαμπώσεις | ξεθάμπωσε | ||
γ' ενικ. | ξεθάμπωσε | θα ξεθαμπώσει | να ξεθαμπώσει | |||
α' πληθ. | ξεθαμπώσαμε | θα ξεθαμπώσουμε | να ξεθαμπώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεθαμπώσατε | θα ξεθαμπώσετε | να ξεθαμπώσετε | ξεθαμπώστε | ||
γ' πληθ. | ξεθάμπωσαν ξεθαμπώσαν(ε) |
θα ξεθαμπώσουν(ε) | να ξεθαμπώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεθαμπώσει | είχα ξεθαμπώσει | θα έχω ξεθαμπώσει | να έχω ξεθαμπώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεθαμπώσει | είχες ξεθαμπώσει | θα έχεις ξεθαμπώσει | να έχεις ξεθαμπώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεθαμπώσει | είχε ξεθαμπώσει | θα έχει ξεθαμπώσει | να έχει ξεθαμπώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεθαμπώσει | είχαμε ξεθαμπώσει | θα έχουμε ξεθαμπώσει | να έχουμε ξεθαμπώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεθαμπώσει | είχατε ξεθαμπώσει | θα έχετε ξεθαμπώσει | να έχετε ξεθαμπώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεθαμπώσει | είχαν ξεθαμπώσει | θα έχουν ξεθαμπώσει | να έχουν ξεθαμπώσει |
|