Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεθαμπώνω < ξε- + θαμπώνω < μεσαιωνική ελληνική θαμπώνω < (ελληνιστική κοινή) θαμβόω/θαμβῶ < αρχαία ελληνική θαμβέω/θαμβῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ξεθαμπώνω

Κλίση επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία