Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουνταίνω < μουντός + -αίνω

  Ρήμα επεξεργασία

μουνταίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι μουντό
  2. (αμετάβατο) γίνομαι μουντός

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία