ξεθαρρεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεθαρρεμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή επεξεργασία
ξεθαρρεμένος, -η, -ο
- που έχει πάρει θάρρος
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεθαρρεμένος
→ δείτε τη λέξη ξέθαρρος |