Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεθαρρεύω < μεσαιωνική ελληνική λέξη από τα ξε + θαρρεύω < (ελληνιστική κοινή) ἐκθαρρέω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεθαρρεύω

  1. αποκτώ θάρρος, τολμώ
     συνώνυμα: αναθαρρεύω
  2. αποκτώ υπερβολικό θάρρος
     συνώνυμα: αυθαδιάζω, αποθρασύνομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία