Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεβλασταρωμένος η ξεβλασταρωμένη το ξεβλασταρωμένο
      γενική του ξεβλασταρωμένου της ξεβλασταρωμένης του ξεβλασταρωμένου
    αιτιατική τον ξεβλασταρωμένο την ξεβλασταρωμένη το ξεβλασταρωμένο
     κλητική ξεβλασταρωμένε ξεβλασταρωμένη ξεβλασταρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεβλασταρωμένοι οι ξεβλασταρωμένες τα ξεβλασταρωμένα
      γενική των ξεβλασταρωμένων των ξεβλασταρωμένων των ξεβλασταρωμένων
    αιτιατική τους ξεβλασταρωμένους τις ξεβλασταρωμένες τα ξεβλασταρωμένα
     κλητική ξεβλασταρωμένοι ξεβλασταρωμένες ξεβλασταρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεβλασταρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεβλασταρώνω

  Μετοχή επεξεργασία

ξεβλασταρωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία