↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξανθόχρυσος η ξανθόχρυση το ξανθόχρυσο
      γενική του ξανθόχρυσου της ξανθόχρυσης του ξανθόχρυσου
    αιτιατική τον ξανθόχρυσο την ξανθόχρυση το ξανθόχρυσο
     κλητική ξανθόχρυσε ξανθόχρυση ξανθόχρυσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξανθόχρυσοι οι ξανθόχρυσες τα ξανθόχρυσα
      γενική των ξανθόχρυσων των ξανθόχρυσων των ξανθόχρυσων
    αιτιατική τους ξανθόχρυσους τις ξανθόχρυσες τα ξανθόχρυσα
     κλητική ξανθόχρυσοι ξανθόχρυσες ξανθόχρυσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξανθόχρυσος < ξανθό- + χρυσός

  Επίθετο

επεξεργασία

ξανθόχρυσος, -η, -ο

  • που το χρώμα του είναι ξανθό με χρυσές αποχρώσεις
    ※  φάκνα του —ἕνα δεμάτι ἀπὸ ξανθόχρυσο ἄχυρο—, δεμένη κι ἐκείνη μ’ ἕνα κουρέλι ἀπὸ τὸν στύλο, ἐκρεμόταν κάτω ἀπὸ τὸ στόμα του, ἔγγιζε σχεδὸν τὰ ρουθούνια καὶ τὰ πλαδαρὰ χείλη του, λὲς καὶ ἤθελε νὰ τοῦ θυμίσῃ πὼς ἔπρεπε νὰ φάγῃ. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, γʹ)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία