ξανθόχρυσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαξανθόχρυσος, -η, -ο
- που το χρώμα του είναι ξανθό με χρυσές αποχρώσεις
- ※ Ἡ φάκνα του —ἕνα δεμάτι ἀπὸ ξανθόχρυσο ἄχυρο—, δεμένη κι ἐκείνη μ’ ἕνα κουρέλι ἀπὸ τὸν στύλο, ἐκρεμόταν κάτω ἀπὸ τὸ στόμα του, ἔγγιζε σχεδὸν τὰ ρουθούνια καὶ τὰ πλαδαρὰ χείλη του, λὲς καὶ ἤθελε νὰ τοῦ θυμίσῃ πὼς ἔπρεπε νὰ φάγῃ. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, γʹ)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξανθόχρυσος
|