Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φάκνα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φάκνα θηλυκό

  • γενικά οι ξερές ζωοτροφές

  Μεταφράσεις επεξεργασία