φάκνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φάκνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφάκνα θηλυκό
- γενικά οι ξερές ζωοτροφές
- ※ Ἡ φάκνα του —ἕνα δεμάτι ἀπὸ ξανθόχρυσο ἄχυρο—, δεμένη κι ἐκείνη μ’ ἕνα κουρέλι ἀπὸ τὸν στύλο, ἐκρεμόταν κάτω ἀπὸ τὸ στόμα του, ἔγγιζε σχεδὸν τὰ ρουθούνια καὶ τὰ πλαδαρὰ χείλη του, λὲς καὶ ἤθελε νὰ τοῦ θυμίσῃ πὼς ἔπρεπε νὰ φάγῃ. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, γʹ)
- ※ O γάϊδαρος τάνυσε τη μουσούδα του με τη φάκνα ακόμη στο στόμα, κι άφησε να τον χαϊδέψει απαλά στο μέτωπο (Νέα Εστία, τόμος 33, 1943, σελ. 523)
- τροφή ως αντίτιμο εργασίας
- ※ Για δάσκαλο λοιπόν του παιδιού τους ζητούσαν άνθρωπο που να ξέρει ίδια να διαβάζει το Ψαλτήρι και το Οκτωήχι, να ξέρει κι ως πολλαπλασιασμό το πολύ-πολύ από αριθμητική. Και τον πλέρωναν έναν κάδο καλαμπόκι κι έναν κάδο σιτάρι όλο το χρόνο για το κάθε παιδί, εξόν απ'την φάκναν που ήταν υποχρεωμένο το χωριό να του την πηγαίνει με την αράδα, σήμερα εγώ, αύριο σύ (Δημήτρης Λουκόπουλος, Γεωργικά της Ρούμελης, εκδ. Δωδώνη, 1983, σελ. 159)
- ※ τους έδιναν μισθό (ρόγα), τροφή και υποδήματα (φάκνα και ποδεσιά) (Αφιέρωμα στη μνήμη του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 1960, σελ. 353)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φάκνα
|