ξαναβαμμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξαναβαμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαναβάφω
Μετοχή
επεξεργασίαξαναβαμμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξαναβάφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξαναβαμμένος
|
ξαναβαμμένος, -η, -ο
|