Δείτε επίσης: νῆσσα, νήσσα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νῆττ αἱ νῆτται
      γενική τῆς νήττης τῶν νηττῶν
      δοτική τῇ νήττ ταῖς νήτταις
    αιτιατική τὴν νῆττᾰν τὰς νήττᾱς
     κλητική ! νῆττ νῆτται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νήττ
γεν-δοτ τοῖν  νήτταιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νῆττα < *νατ-jα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énh₂ts (πάπια). Συγγενή: λιθουανική ántis, λατινική anas (< ισπανική ánade), νεολατινικά: το ταξινομικό γένος Netta και δείτε την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή λέξη *h₂énh₂ts στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

με νηττ- (ή και με νησσ-)