νότινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νότινος | η | νότινη | το | νότινο |
γενική | του | νότινου | της | νότινης | του | νότινου |
αιτιατική | τον | νότινο | τη | νότινη | το | νότινο |
κλητική | νότινε | νότινη | νότινο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νότινοι | οι | νότινες | τα | νότινα |
γενική | των | νότινων | των | νότινων | των | νότινων |
αιτιατική | τους | νότινους | τις | νότινες | τα | νότινα |
κλητική | νότινοι | νότινες | νότινα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νότινος < ελληνιστική κοινή νοτινός / νότινος < αρχαία ελληνική νότος
Επίθετο επεξεργασία
νότινος
- άλλη μορφή του νότιος
Μεταφράσεις επεξεργασία
νότινος
|