ντουφεκισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντουφεκισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ντουφεκίζω
Μετοχή
επεξεργασίαντουφεκισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ντουφεκίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντουφεκισμένος
|
ντουφεκισμένος, -η, -ο
|