ντουμανιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντουμανιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ντουμανιάζω
Μετοχή
επεξεργασίαντουμανιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ντουμανιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντουμανιασμένος
|
ντουμανιασμένος, -η, -ο
|