ντουλαμάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντουλαμάς < ντολαμάς με τροπή [o] > [u] από επίδραση του [l] (όπως και στο λουκουμάς) < (άμεσο δάνειο) τουρκική dolama (τύλιγμα)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /du.laˈmas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντου‐λα‐μάς
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντουλαμάς αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- «δουλαμάς» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.