ντολαμάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντολαμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική dolama (τύλιγμα) < dolamak (τυλίγω) + -ς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /do.laˈmas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντο‐λα‐μάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντολαμάς αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντολαμάς
|
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.