Ετυμολογία

επεξεργασία
dolama < dolamak (τυλίγω)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ντολαμάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dolama (tr)

  1. τύλιγμα
  2. (ενδυμασία) ο ντολαμάς, δουλαμάς (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)