δουλαμάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δουλαμάς < ντουλαμάς με λόγια επίδραση στην προφορά του [d] < ντολαμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική dolama + -ς
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδουλαμάς αρσενικό (ενδυμασία)
- παραδοσιακό, πολυτελές ρούχο, το δελματίκιον των βυζαντινών [1]
- ※ (από το παραδοσιακό τραγούδι «Η κόρη ταξιδεύτρα» που κατέγραψε ο Claude Fauriel στο Chants populaires de la Grèce moderne το 1825)
- Ιδές κορμί για δουλαμάν, δάχτυλα για την πέναν!
- Ιδές αχείλη για φιλί, κ’ ας ήν’ και ματωμένα!
- ※ από ρούχα φήνα βενετικά φοδράδια ολα /32 άπό κοκκινάδι άλούπια και ντόσια, έτερον δουλαμάν ένα άπό μουχαγιάρι μαΰρον και έτερον δουλαμάν άπό ραζον κατνή μαΰρον γίνονται ολα τα άνωθεν /33 καβάδια και δουλαμάδες τον αριθμόν δεκατέσσερα. (Συμβολαιογραφικό έγγραφο του 1541 από την Κέρκυρα pdf)
- ράσο
- πανωφόρι στολής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ντολαμάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία δουλαμάς
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Σάθας, Κωνσταντίνος, Ν. Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει και αναγέννηση της ελληνικής τακτικής, σελ. 201 [1]
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .