Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντεϊσμός οι ντεϊσμοί
      γενική του ντεϊσμού των ντεϊσμών
    αιτιατική τον ντεϊσμό τους ντεϊσμούς
     κλητική ντεϊσμέ ντεϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντεϊσμός < (λόγιο δάνειο) αγγλική deism < γαλλική déisme < λατινικά deus (θεός) + -ισμός[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντεϊσμός αρσενικό

  • (φιλοσοφία) φιλοσοφικό, θρησκευτικό κίνημα του 17ου και 18ου αιώνα που πρέσβευε ότι η πίστη στον θεό προκύπτει από τη λογική και την παρατήρηση. Επίσης, ότι δεν υπάρχει θεϊκή παρέμβαση στη φύση και τη ζωή.
    ο ντεϊσμός θεωρήθηκε ως ένα είδος αθεΐας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)