ντεϊσμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ντεϊσμός | οι | ντεϊσμοί |
γενική | του | ντεϊσμού | των | ντεϊσμών |
αιτιατική | τον | ντεϊσμό | τους | ντεϊσμούς |
κλητική | ντεϊσμέ | ντεϊσμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντεϊσμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφικό, θρησκευτικό κίνημα του 17ου και 18ου αιώνα που πρέσβευε ότι η πίστη στον θεό προκύπτει από τη λογική και την παρατήρηση. Επίσης, ότι δεν υπάρχει θεϊκή παρέμβαση στη φύση και τη ζωή.
- ↪ ο ντεϊσμός θεωρήθηκε ως ένα είδος αθεΐας
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ντεϊσμός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντεϊσμός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)