ντερτιλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντερτιλής < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική دردلو (dertli), στην τουρκική γλώσσα dertli (< dert + -li) < περσική درد (dared: πόνος, θλίψη, ασθένεια)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /deɾ.tiˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντερ‐τι‐λής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντερτιλής αρσενικό
- (παρωχημένο, λαϊκό) αυτός που έχει ντέρτι
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ντερτιλής
|