ντερέμπεης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντερέμπεης < (άμεσο δάνειο) τουρκική derebeyi < dere (κοιλάδα) (< περσική دره (derre)) + bey (κύριος) (< περσική بك (beg)) + -ς για προσαρμογή στην κλίση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντερέμπεης αρσενικό