↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντελιβεράς οι ντελιβεράδες
      γενική του ντελιβερά των ντελιβεράδων
    αιτιατική τον ντελιβερά τους ντελιβεράδες
     κλητική ντελιβερά ντελιβεράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ντελιβεράς < ντελίβερ(ι) + -άς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντελιβεράς αρσενικό, ντελιβερού θηλυκό

  • (καθομιλουμένη, επάγγελμα) υπάλληλος παράδοσης που μεταφέρει φαγητό από το εστιατόριο μέχρι το σπίτι του καταναλωτή
    ※  πριν από τρεις μέρες ο Γιάννης ξεκίνησε επιτέλους δουλειά σαν ντελιβεράς σ' ένα σουβλατζίδικο στην Αργυρούπολη (Λιζέτα Βρανά, Απόλυτο Κακό (Βιβλίο Ενδέκατο): Κύκνειο Άσμα, 2020 [1])

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία