Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ντελαλημένος η ντελαλημένη το ντελαλημένο
      γενική του ντελαλημένου της ντελαλημένης του ντελαλημένου
    αιτιατική τον ντελαλημένο την ντελαλημένη το ντελαλημένο
     κλητική ντελαλημένε ντελαλημένη ντελαλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ντελαλημένοι οι ντελαλημένες τα ντελαλημένα
      γενική των ντελαλημένων των ντελαλημένων των ντελαλημένων
    αιτιατική τους ντελαλημένους τις ντελαλημένες τα ντελαλημένα
     κλητική ντελαλημένοι ντελαλημένες ντελαλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντελαλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ντελαλώ

  Μετοχή επεξεργασία

ντελαλημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία