νοσφισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νοσφισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νοσφίζομαι
Μετοχή
επεξεργασίανοσφισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη νοσφίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία νοσφισμένος
|
νοσφισμένος, -η, -ο
|