νοσοφοβικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νοσοφοβικός < νοσοφοβ(ία) + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /no.so.fo.viˈkos/ (αρσενικό)
Ουσιαστικό επεξεργασία
νοσοφοβικός -ή, ό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νοσοφοβικός