Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοσογραφικός η νοσογραφική το νοσογραφικό
      γενική του νοσογραφικού της νοσογραφικής του νοσογραφικού
    αιτιατική τον νοσογραφικό τη νοσογραφική το νοσογραφικό
     κλητική νοσογραφικέ νοσογραφική νοσογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοσογραφικοί οι νοσογραφικές τα νοσογραφικά
      γενική των νοσογραφικών των νοσογραφικών των νοσογραφικών
    αιτιατική τους νοσογραφικούς τις νοσογραφικές τα νοσογραφικά
     κλητική νοσογραφικοί νοσογραφικές νοσογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νοσογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nosographic < nosography < αρχαία ελληνική νόσος + γράφω

  Επίθετο επεξεργασία

νοσογραφικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία