νομολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νομολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίανομολογία θηλυκό
- η ερμηνεία των νόμων από τα δικαστήρια, το σύνολο των λύσεων που δίνουν στα νομικά ζητήματα τα δικαστήρια κατά την απονομή δικαιοσύνης
- το σύνολο των δικαστικών αποφάσεων που σχετίζονται με μια δικαστική υπόθεση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νομολογία