Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νομολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νομολογικ
ός
η
νομολογικ
ή
το
νομολογικ
ό
γενική
του
νομολογικ
ού
της
νομολογικ
ής
του
νομολογικ
ού
αιτιατική
τον
νομολογικ
ό
τη
νομολογικ
ή
το
νομολογικ
ό
κλητική
νομολογικ
έ
νομολογικ
ή
νομολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νομολογικ
οί
οι
νομολογικ
ές
τα
νομολογικ
ά
γενική
των
νομολογικ
ών
των
νομολογικ
ών
των
νομολογικ
ών
αιτιατική
τους
νομολογικ
ούς
τις
νομολογικ
ές
τα
νομολογικ
ά
κλητική
νομολογικ
οί
νομολογικ
ές
νομολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νομολογικός
<
νομολογία
Επίθετο
επεξεργασία
νομολογικός, -ή, -ό
σχετικός με τη
νομολογία
Συγγενικά
επεξεργασία
νομολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νομολογικός
γαλλικά
:
jurisprudentiel
(fr)