νομισματοκοπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νομισματοκοπικός < νομισματοκοπία / νομισματοκοπείο + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
νομισματοκοπικός
- που έχει σχέση με τη νομισματοκοπία ή το νομισματοκοπείο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις επεξεργασία
νομισματοκοπικός
|