Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νομιμοφανής η νομιμοφανής το νομιμοφανές
      γενική του νομιμοφανούς* της νομιμοφανούς του νομιμοφανούς
    αιτιατική τον νομιμοφανή τη νομιμοφανή το νομιμοφανές
     κλητική νομιμοφανή(ς) νομιμοφανής νομιμοφανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νομιμοφανείς οι νομιμοφανείς τα νομιμοφανή
      γενική των νομιμοφανών των νομιμοφανών των νομιμοφανών
    αιτιατική τους νομιμοφανείς τις νομιμοφανείς τα νομιμοφανή
     κλητική νομιμοφανείς νομιμοφανείς νομιμοφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομιμοφανής < νόμιμ(ος) + -ο- + -φανής

  Επίθετο επεξεργασία

νομιμοφανής -ής -ές

  • που φαίνεται νόμιμος, που δίνει αυτήν την εντύπωση, χωρίς απαραίτητα και να είναι και κατ' ουσίαν σύμφωνος με το πνεύμα του δικαίου

  Μεταφράσεις επεξεργασία