πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νομιμοφανής η νομιμοφανής το νομιμοφανές
      γενική του νομιμοφανούς* της νομιμοφανούς του νομιμοφανούς
    αιτιατική τον νομιμοφανή τη νομιμοφανή το νομιμοφανές
     κλητική νομιμοφανή(ς) νομιμοφανής νομιμοφανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νομιμοφανείς οι νομιμοφανείς τα νομιμοφανή
      γενική των νομιμοφανών των νομιμοφανών των νομιμοφανών
    αιτιατική τους νομιμοφανείς τις νομιμοφανείς τα νομιμοφανή
     κλητική νομιμοφανείς νομιμοφανείς νομιμοφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
νομιμοφανής < νόμιμ(ος) + -ο- + -φανής

νομιμοφανής -ής -ές

  • που φαίνεται νόμιμος, που δίνει αυτήν την εντύπωση, χωρίς απαραίτητα και να είναι και κατ' ουσίαν σύμφωνος με το πνεύμα του δικαίου

Μεταφράσεις

επεξεργασία