Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νεότευκτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νεότευκτ
ος
η
νεότευκτ
η
το
νεότευκτ
ο
γενική
του
νεότευκτ
ου
της
νεότευκτ
ης
του
νεότευκτ
ου
αιτιατική
τον
νεότευκτ
ο
τη
νεότευκτ
η
το
νεότευκτ
ο
κλητική
νεότευκτ
ε
νεότευκτ
η
νεότευκτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νεότευκτ
οι
οι
νεότευκτ
ες
τα
νεότευκτ
α
γενική
των
νεότευκτ
ων
των
νεότευκτ
ων
των
νεότευκτ
ων
αιτιατική
τους
νεότευκτ
ους
τις
νεότευκτ
ες
τα
νεότευκτ
α
κλητική
νεότευκτ
οι
νεότευκτ
ες
νεότευκτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νεότευκτος
<
νεο-
+
τεύχω
(κατασκευάζω) +
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
νεότευκτος, -η, -ο
που οικοδομήθηκε, κατασκευάστηκε, ιδρύθηκε κλπ
πρόσφατα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νεότευκτος